- Αἰσώπειος
- Αἰσώπειοςof Aesopmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αισώπειος — εια, ειο (Α αἰσώπειος, εία, ειον) [Αίσωπος] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον Αίσωπο Αισώπειοι μύθοι … Dictionary of Greek
αισώπειος — α, ο αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με τον Αίσωπο: Τους λεγόμενους αισώπειους μύθους πρώτος συγκέντρωσε ο βυζαντινός καλόγερος Μάξιμος Πλανούδης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αἰσωπείων — Αἰσώπειος of Aesop fem gen pl Αἰσώπειος of Aesop masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰσώπειον — Αἰσώπειος of Aesop masc acc sg Αἰσώπειος of Aesop neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰσωπείοις — Αἰσώπειος of Aesop masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰσωπείου — Αἰσώπειος of Aesop masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰσωπείους — Αἰσώπειος of Aesop masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰσωπείῳ — Αἰσώπειος of Aesop masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰσώπεια — Αἰσώπειος of Aesop neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰσώπειοι — Αἰσώπειος of Aesop masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)